- ποιμαίνω
- ποιμαίνωherdpres subj act 1st sgποιμαίνωherdpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποιμαίνω — ΝΜΑ 1. (για ποιμένα) οδηγώ ποίμνια στη βοσκή, βόσκω κοπάδια 2. (για τον θεό ή για πνευματικούς ηγέτες και θρησκευτικούς αρχηγούς) καθοδηγώ, χειραγωγώ («ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῡ Θεοῡ», ΚΔ) 3. μτφ. κατευθύνω, διευθύνω, διοικώ… … Dictionary of Greek
ποιμαίνω — ποίμανα, ποιμάνθηκα 1. βόσκω κοπάδι. 2. καθοδηγώ τους πιστούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποιμαίνεσθε — ποιμαίνω herd pres imperat mp 2nd pl ποιμαίνω herd pres ind mp 2nd pl ποιμαίνω herd imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμαίνετε — ποιμαίνω herd pres imperat act 2nd pl ποιμαίνω herd pres ind act 2nd pl ποιμαίνω herd imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμαίνῃ — ποιμαίνω herd pres subj mp 2nd sg ποιμαίνω herd pres ind mp 2nd sg ποιμαίνω herd pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεποίμανται — ποιμαίνω herd perf ind mp 3rd pl (epic ionic) ποιμαίνω herd perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμαινομένων — ποιμαίνω herd pres part mp fem gen pl ποιμαίνω herd pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμαινόμεθα — ποιμαίνω herd pres ind mp 1st pl ποιμαίνω herd imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμαινόμενον — ποιμαίνω herd pres part mp masc acc sg ποιμαίνω herd pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμαινόντων — ποιμαίνω herd pres part act masc/neut gen pl ποιμαίνω herd pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)